κατακάρδιος: Difference between revisions

From LSJ

ἐπεὰν νῶτον ὑὸς δελεάσῃ περὶ ἄγκιστρον, μετιεῖ ἐς μέσον τὸν ποταμόν, ὁ κροκόδειλος ἵεται κατὰ τὴν φωνήν, ἐντυχὼν δὲ τῷ νώτῳ καταπίνει → when he has baited a hog's back onto a hook, he throws it into the middle of the river, ... the crocodile lunges toward the voice of a squealing piglet, and having come upon the hogback, swallows it

Source
(6_17)
(19)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατακάρδιος''': -ον, ὁ ἐν τῇ καρδίᾳ ἢ πρὸς αὐτήν, πληγῆ Ἠρῳδιαν. 7. 11, 6· οὐδ. πληθ. ὡς ἐπίρρ., κατακάρδια βάλλειν, καιρίαν πληγήν, κατάκαρδα Μανασσ. Χρον. 4389.
|lstext='''κατακάρδιος''': -ον, ὁ ἐν τῇ καρδίᾳ ἢ πρὸς αὐτήν, πληγῆ Ἠρῳδιαν. 7. 11, 6· οὐδ. πληθ. ὡς ἐπίρρ., κατακάρδια βάλλειν, καιρίαν πληγήν, κατάκαρδα Μανασσ. Χρον. 4389.
}}
{{grml
|mltxt=[[κατακάρδιος]], -ον (AM)<br />αυτός που βρίσκεται στην [[καρδιά]] («[[κατακάρδιος]] [[πληγή]]»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) <i>κατακάρδια</i><br />εγκάρδια<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. εν. ως ουσ.</b> <i>τὸ κατακάρδιον</i><br />[[κλάδος]] της μουριάς στραμμένος [[προς]] τα [[κάτω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> «Σύνθ. εκ συναρπαγής» από τη φρ. [[κατά]] <i>καρδίαν</i>].
}}
}}

Revision as of 06:38, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατακάρδιος Medium diacritics: κατακάρδιος Low diacritics: κατακάρδιος Capitals: ΚΑΤΑΚΑΡΔΙΟΣ
Transliteration A: katakárdios Transliteration B: katakardios Transliteration C: katakardios Beta Code: kataka/rdios

English (LSJ)

ον,

   A in or to the heart, πληγαί Hdn.7.11.3.

German (Pape)

[Seite 1352] gegen das Herz, in's Herz; πληγή Hdn. 7, 11, 6; βάλλειν κατακάρδια Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κατακάρδιος: -ον, ὁ ἐν τῇ καρδίᾳ ἢ πρὸς αὐτήν, πληγῆ Ἠρῳδιαν. 7. 11, 6· οὐδ. πληθ. ὡς ἐπίρρ., κατακάρδια βάλλειν, καιρίαν πληγήν, κατάκαρδα Μανασσ. Χρον. 4389.

Greek Monolingual

κατακάρδιος, -ον (AM)
αυτός που βρίσκεται στην καρδιάκατακάρδιος πληγή»)
μσν.
1. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) κατακάρδια
εγκάρδια
2. το ουδ. εν. ως ουσ. τὸ κατακάρδιον
κλάδος της μουριάς στραμμένος προς τα κάτω.
[ΕΤΥΜΟΛ. «Σύνθ. εκ συναρπαγής» από τη φρ. κατά καρδίαν].