καταφρονητικός: Difference between revisions
Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht
(Bailly1_3) |
(19) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />méprisant, dédaigneux.<br />'''Étymologie:''' [[καταφρονητής]]. | |btext=ή, όν :<br />méprisant, dédaigneux.<br />'''Étymologie:''' [[καταφρονητής]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και καταφρονετικός, -ή, -ό (AM [[καταφρονητικός]], -ή, -όν) [[καταφρονητής]]<br /><b>1.</b> αυτός που γίνεται για [[περιφρόνηση]] ή με τρόπο περιφρονητικό<br /><b>2.</b> αυτός που φέρεται περιφρονητικά, που έχει την [[τάση]] να περιφρονεί τους άλλους, [[υπερόπτης]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>καταφρονητικά</i> (AM καταφρονητικῶς)<br />περιφρονητικά, υπεροπτικά. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:38, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A contemptuous, disdainful, Arist.EN1124b29, Rh.1379b31, 1388b25, Plu. 2.4of: c. gen., Phld.Herc.1457.10, Porph.Abst.3.27. Adv. -κῶς Pl. Tht.161c, X.HG4.1.17,5.3.1, D.43.72 (καταφρονικός Gal.17(1).188, and Adv. -κῶς v.l. in App.BC2.45, are incorrectly written).
Greek (Liddell-Scott)
καταφρονητικός: -ή, -όν, ὁ ἐπιρρεπὴς εἰς τὸ καταφρονεῖν τῶν ἄλλων, ὁ ἐκ φύσεως κλίνων εἰς τὸ νὰ περιφρονῇ τοὺς ἄλλους, ἀντιθ. τῷ θαυμαστικός, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 3, 28, Ρητ. 2. 2, 24., 11. 7· οἱ καταφρονητικοὶ καὶ θρασεῖς Πλουτ. Ἠθ. σ. 40· καὶ ἐπιρρημ., καταφρονητικώτερον πρὸς αὐτοὺς διατεθήσονται Ἄννα Κομν. 402 Α ·- Ἐπίρρ. -κῶς, Πλάτ. Θεαίτ. 161C, Ξεν. Ἑλλ. 4. 1, 17., 5. 3, 1, Δημ. 1075, 11· κ. τῶν εὐτελεστέρων Φιλ. Α´, 927. 30· ὀλιγώρως καὶ κ. Πλουτ Λύσ. 11, κτλ.·- Ὁ Λοβ. (ἐν Φρυνίχ. 520) σημειοῖ τὸν τύπον καταφρονικὸς παρ᾽ Ἀππ. καὶ Γαλην., ὡς ἐσφαλμένον.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
méprisant, dédaigneux.
Étymologie: καταφρονητής.
Greek Monolingual
και καταφρονετικός, -ή, -ό (AM καταφρονητικός, -ή, -όν) καταφρονητής
1. αυτός που γίνεται για περιφρόνηση ή με τρόπο περιφρονητικό
2. αυτός που φέρεται περιφρονητικά, που έχει την τάση να περιφρονεί τους άλλους, υπερόπτης.
επίρρ...
καταφρονητικά (AM καταφρονητικῶς)
περιφρονητικά, υπεροπτικά.