κατάϊξ: Difference between revisions

From LSJ

μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea

Source
(6_21)
(19)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατάϊξ''': τᾱ, ῑκος, ἡ, = [[καταιγίς]], (ἐκ τοῦ [[καταΐσσω]]), βορέαο κατ. Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1203, Καλλ. εἰς Ἄρτ. 114.― Καθ’ Ἡσύχ., «[[κατάσεισις]], ὁρμὴ», και κατάϊκες· καταπνοαί».
|lstext='''κατάϊξ''': τᾱ, ῑκος, ἡ, = [[καταιγίς]], (ἐκ τοῦ [[καταΐσσω]]), βορέαο κατ. Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1203, Καλλ. εἰς Ἄρτ. 114.― Καθ’ Ἡσύχ., «[[κατάσεισις]], ὁρμὴ», και κατάϊκες· καταπνοαί».
}}
{{grml
|mltxt=[[κατάϊξ]], ἡ (Α)<br />[[καταιγίδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>ἄϊξ</i> «ορμητική [[κίνηση]]» (<span style="color: red;"><</span> [[ἀΐσσω]])].
}}
}}

Revision as of 06:38, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάϊξ Medium diacritics: κατάϊξ Low diacritics: κατάϊξ Capitals: ΚΑΤΑΪΞ
Transliteration A: katáïx Transliteration B: kataix Transliteration C: kataiks Beta Code: kata/i+c

English (LSJ)

[τᾱ], ῑκος, ἡ,

   A = καταιγίς, Eumel.9 (pl.), A.R.1.1203, Call. Dian.114.

German (Pape)

[Seite 1350] ικος, ἡ, = καταιγίς, Sturm; Callim. Dian. 114; Ap. Rh. 3, 1376; Suid.

Greek (Liddell-Scott)

κατάϊξ: τᾱ, ῑκος, ἡ, = καταιγίς, (ἐκ τοῦ καταΐσσω), βορέαο κατ. Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1203, Καλλ. εἰς Ἄρτ. 114.― Καθ’ Ἡσύχ., «κατάσεισις, ὁρμὴ», και κατάϊκες· καταπνοαί».

Greek Monolingual

κατάϊξ, ἡ (Α)
καταιγίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἄϊξ «ορμητική κίνηση» (< ἀΐσσω)].