κατάϊξ

From LSJ

Μακάριος, ὅστις μακαρίοις ὑπηρετεῖ → Beatus ille, cui beatus imperat → Glückselig, wer im Dienste bei Glücksel'gen steht

Menander, Monostichoi, 350
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάϊξ Medium diacritics: κατάϊξ Low diacritics: κατάϊξ Capitals: ΚΑΤΑΪΞ
Transliteration A: katáïx Transliteration B: kataix Transliteration C: kataiks Beta Code: kata/i+c

English (LSJ)

[τᾱ], ῑκος, ἡ, = καταιγίς, Eumel.9 (pl.), A.R.1.1203, Call. Dian.114.

German (Pape)

[Seite 1350] ικος, ἡ, = καταιγίς, Sturm; Callim. Dian. 114; Ap. Rh. 3, 1376; Suid.

Greek (Liddell-Scott)

κατάϊξ: τᾱ, ῑκος, ἡ, = καταιγίς, (ἐκ τοῦ καταΐσσω), βορέαο κατ. Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1203, Καλλ. εἰς Ἄρτ. 114.― Καθ’ Ἡσύχ., «κατάσεισις, ὁρμὴ», και κατάϊκες· καταπνοαί».

Greek Monolingual

κατάϊξ, ἡ (Α)
καταιγίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἄϊξ «ορμητική κίνηση» (< ἀΐσσω)].