καταΐσσω
Ἥξει τὸ γῆρας πᾶσαν αἰτίαν φέρον → Veniet senectus omne crimen sustinens → Bald kommt das Alter, das an allem trägt die Schuld
English (LSJ)
fut. -ΐξω,
A rush down from, ἔκποθεν ὀλέθρου A.R.2.224; opp. ἀναΐσσω, Herm. ap. Stob.1.49.68:—Med., rush in from above, αἰθὴρ κατᾰΐσσεται Emp.100.7.
II c. acc., rush, dart through, φρὴν… κόσμον… καταΐσσουσα Id.134.5.
German (Pape)
[Seite 1351] mit Ungestüm herabstürzen, herabfahren, wohin Einige aus Hom. rechnen als Tmesis βῆ δὲ κατ' Οὐλύμποιο καρήνων ἀΐξασα; ἔκ τινος Ap. Rh. 2, 224; Gegensatz ἀναΐσσω, Hermes. Stob. ecl. phys. 1076; – c. acc., φρὴν φροντίσι κόσμον ἅπαντα καταΐσσουσα, durchstürmend, durcheilend, Empedocl. 299.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατ-αΐσσω, over... omlaag schieten:; φρὴν κόσμον ἅπαντα καταΐσσουσα de geest die door heel de kosmos schiet Emped. B 134.5; med. intrans. zich naar beneden storten:. αἰθὴρ καταϊσσεται de lucht stort zich naar beneden Emped. B 100.7.
Russian (Dvoretsky)
κατᾱΐσσω: стремительно пробегать, пролетать, проноситься (κόσμον ἅπαντα Emped.).
Greek (Liddell-Scott)
κατᾱΐσσω: μέλλ. -ΐξω, καταφέρομαι μεθ’ ὁρμῆς, ὁρμῶ πρὸς τὰ κάτω, ἐκ… Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 224· παρ’ Ὁμήρῳ ἐν τμήσει, καθ’ ἵππων ἀΐξαντες Ἰλ. Ζ. 232· κατ’ Οὐλύμποιο καρήνων ἀΐξασα αὐτόθι Β. 167, ἀντίθ. τῷ ἀναΐσσω, Ἑρμῆς παρὰ Στοβ. Ἐκλ. 1. 1076. ΙΙ. μετ’ αἰτ., τινάσσομαι διὰ μέσου, ὁρμητικῶς διέρχομαι, φρὴν… κόσμον καταΐσσουσα Ἐμπεδ. 396.
Greek Monolingual
καταΐσσω (Α)
1. φέρομαι με ορμή, ορμώ προς τα κάτω
2. (με αιτ.) διέρχομαι ορμητικά
3. μέσ. καταΐσσομαι
ορμώ από πάνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἀΐσσω «πηδώ, ορμώ»].