καταγεώτης: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
(6_19)
(19)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''καταγεώτης''': -ου, ὁ, [[νεκροθάπτης]], «καταγεῶται· οἱ θάπτοντες τοὺς τελευτῶντας, οἰκοῦσι δὲ ἔξω τῶν [[πόλεων]]» Ἡσύχ.
|lstext='''καταγεώτης''': -ου, ὁ, [[νεκροθάπτης]], «καταγεῶται· οἱ θάπτοντες τοὺς τελευτῶντας, οἰκοῦσι δὲ ἔξω τῶν [[πόλεων]]» Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=[[καταγεώτης]], ὁ (Α)<br />(<b>Ησύχ.</b>) ο [[νεκροθάφτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κατά]]-<i>γεως</i>, [[αμάρτυρος]] παρλλ. τ. του [[κατά]]-<i>γειος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[λεπτό]]-<i>γεως</i>, <i>μεσό</i>-<i>γεως</i>)].
}}
}}

Revision as of 06:39, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταγεώτης Medium diacritics: καταγεώτης Low diacritics: καταγεώτης Capitals: ΚΑΤΑΓΕΩΤΗΣ
Transliteration A: katageṓtēs Transliteration B: katageōtēs Transliteration C: katageotis Beta Code: katagew/ths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A grave-digger, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

καταγεώτης: -ου, ὁ, νεκροθάπτης, «καταγεῶται· οἱ θάπτοντες τοὺς τελευτῶντας, οἰκοῦσι δὲ ἔξω τῶν πόλεων» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

καταγεώτης, ὁ (Α)
(Ησύχ.) ο νεκροθάφτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατά-γεως, αμάρτυρος παρλλ. τ. του κατά-γειος (πρβλ. λεπτό-γεως, μεσό-γεως)].