κίβισις: Difference between revisions

From LSJ

τους φίλους λόγων τέχναιν επαίδευσας → Using 2 artifices, you educated (taught) those who love rhetoric.

Source
(Bailly1_3)
(20)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />besace, havresac.<br />'''Étymologie:''' mot chypr.
|btext=εως (ἡ) :<br />besace, havresac.<br />'''Étymologie:''' mot chypr.
}}
{{grml
|mltxt=[[κίβισις]] και κίβησις και [[κύβεσις]], -εως και κυβησία, ἡ (Α)<br />(αρχ. κυπρ. [[λέξη]]) [[πήρα]], [[σακούλι]] («ἀμφὶ δὲ μιν [[κίβισις]] θέε,...ἀργυρέη», <b>Ησίοδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Εικάζεται σημιτική [[προέλευση]] του, όπως και του [[κιβωτός]].
}}
}}

Revision as of 06:39, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κίβῐσις Medium diacritics: κίβισις Low diacritics: κίβισις Capitals: ΚΙΒΙΣΙΣ
Transliteration A: kíbisis Transliteration B: kibisis Transliteration C: kivisis Beta Code: ki/bisis

English (LSJ)

[κῐ], ἡ, Cypr. for πήρα (Hsch.),

   A pouch, wallet, such as Perseus wore, Hes.Sc.224, Pherecyd.11 J., Call.Fr.177 (κίβησις Suid., Orion 87; κύβεσις and κυβησία Hsch.; cf. κίββα).

German (Pape)

[Seite 1436] ἡ, Tasche, Ranzen; Hes. Sc. 224; Callim. frg. 177; Zenob. 1, 41; nach VLL. cyprisch = πήρα; verwandt mit κιβωτός, Kiepe. Als v. l. findet sich κίβησις, κίβυσις u. κύβισις. Vgl. Schol. Ap. Rh. 4, 1515.

Greek (Liddell-Scott)

κίβῐσις: κῐ, ἡ, λέξις Κυπρία ἀντὶ τοῦ πήρα (Ἡσύχ.), πήρα, σακκούλιον, οἷον ὁ Περσεὺς ἔφερεν, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 224, Φερεκύδ. 26, Καλλιμάχ. Ἀποσπ. 177· ― ὡμοίαζε πρὸς τὸν σάκκον τῶν θηρευτῶν, ὡς φαίνεται ἐπὶ ἀγγείων, Κατάλογ. τῶν ἐν Βρεταν. Μουσ. Ἀγγείων 548, 641*, κίβισις ὡσαύτως ἐν τῷ Μεγάλῳ Ἐτυμολ., κίβησις Σουΐδ., Ὠρίων σ. 87· κύβεσις καὶ κυβησία Ἡσύχ.· καὶ κίββα (Αἰόλ.), ὁ αὐτ.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
besace, havresac.
Étymologie: mot chypr.

Greek Monolingual

κίβισις και κίβησις και κύβεσις, -εως και κυβησία, ἡ (Α)
(αρχ. κυπρ. λέξη) πήρα, σακούλι («ἀμφὶ δὲ μιν κίβισις θέε,...ἀργυρέη», Ησίοδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Εικάζεται σημιτική προέλευση του, όπως και του κιβωτός.