κλαμβός: Difference between revisions
From LSJ
Ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → For he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height
(Bailly1_3) |
(20) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />mutilé.<br />'''Étymologie:''' DELG [[κλάω]]. | |btext=ή, όν :<br />mutilé.<br />'''Étymologie:''' DELG [[κλάω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κλαμβός]], -ή, -όν (Μ)<br />ακρωτηριασμένος, κολοβωμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με το [[κλάω]] / -<i>ῶ</i>, εμφανίζοντας κατάλ. -(<i>μ</i>)<i>βός</i> [[κατά]] τα [[σκαμβός]], [[κολοβός]]. Θα μπορούσε όμως να θεωρηθεί και μεταγενέστερη φωνητική [[παραλλαγή]] του [[κράμβος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:39, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A docked, cropped, ὦτα Hippiatr.14, cf.17.
German (Pape)
[Seite 1446] (κλάω?), verstümmelt, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κλαμβός: -ή, -όν, κολοβός, ἠκρωτηριασμένος, Ἱππιατρ. 54. 62.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
mutilé.
Étymologie: DELG κλάω.
Greek Monolingual
κλαμβός, -ή, -όν (Μ)
ακρωτηριασμένος, κολοβωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με το κλάω / -ῶ, εμφανίζοντας κατάλ. -(μ)βός κατά τα σκαμβός, κολοβός. Θα μπορούσε όμως να θεωρηθεί και μεταγενέστερη φωνητική παραλλαγή του κράμβος.