κερδῷος: Difference between revisions

From LSJ

εἰς τὴν ἀγορὰν χειροτονεῖτε τοὺς ταξιάρχους καὶ τοὺς φυλάρχους, οὐκ ἐπὶ τὸν πόλεμον → you elect taxiarchs and phylarchs for the marketplace not for war

Source
mNo edit summary
(20)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span>ῴου;<br /><i>adj. m.</i><br />qui préside au gain, qui procure un gain (Hermès).<br />'''Étymologie:''' [[κέρδος]].<br /><span class="bld">2</span>ῴα, ῷον;<br />rusé comme un renard.<br />'''Étymologie:''' [[κερδώ]].
|btext=<span class="bld">1</span>ῴου;<br /><i>adj. m.</i><br />qui préside au gain, qui procure un gain (Hermès).<br />'''Étymologie:''' [[κέρδος]].<br /><span class="bld">2</span>ῴα, ῷον;<br />rusé comme un renard.<br />'''Étymologie:''' [[κερδώ]].
}}
{{grml
|mltxt=-α, -ο (Α [[κερδῷος]], -ῴα, -ον) [[κέρδος]]<br />(ως επίθ. του Ερμού και του Απόλλωνος) αυτός που φέρει [[κέρδος]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που αναφέρεται στην [[αλεπού]] ή που μοιάζει με [[αλεπού]], δηλ. [[δόλιος]], [[πανούργος]], [[πονηρός]].
}}
}}

Revision as of 06:40, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κερδῷος Medium diacritics: κερδῷος Low diacritics: κερδώος Capitals: ΚΕΡΔΩΟΣ
Transliteration A: kerdō̂ios Transliteration B: kerdōos Transliteration C: kerdoos Beta Code: kerdw=|os

English (LSJ)

α, ον,

   A bringing gain, epith. of Apollo and Hermes, Lyc.208, IG9(2).512.20 (Larissa), 1234 (Phalanna); of Hermes, Plu.2.472b, Luc.Tim. 41, etc.    II (κερδώ) fox-like, wily, ἀλώπηξ Babr.77.2.

German (Pape)

[Seite 1424] Gewinn verleihend; Hermes, Luc. Tim. 41 Plut. tranqu. an. 12; Apollo, Lyc. 208.

Greek (Liddell-Scott)

κερδῷος: -α, -ον, ὁ φέρων κέρδος, ἐπὶ τοῦ Ἀπόλλωνος, Λυκόφρ. 208, Συλλ. Ἐπιγρ. 1766· ἐπὶ τοῦ Ἑρμοῦ, Πλούτ. 2. 472Β, Λουκ. Τίμ. 41, κτλ. ΙΙ. (κερδὼ) ὅμοιος πρὸς ἀλώπεκα, δόλιος, Βάβρ. 77. 2.

French (Bailly abrégé)

1ῴου;
adj. m.
qui préside au gain, qui procure un gain (Hermès).
Étymologie: κέρδος.
2ῴα, ῷον;
rusé comme un renard.
Étymologie: κερδώ.

Greek Monolingual

-α, -ο (Α κερδῷος, -ῴα, -ον) κέρδος
(ως επίθ. του Ερμού και του Απόλλωνος) αυτός που φέρει κέρδος
αρχ.
αυτός που αναφέρεται στην αλεπού ή που μοιάζει με αλεπού, δηλ. δόλιος, πανούργος, πονηρός.