κνῖσος: Difference between revisions
Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut
(6_21) |
(20) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κνῖσος''': τό, [[σπάνιος]] [[τύπος]] ἀντὶ τοῦ [[κνῖσα]], Κωμικ. Ἀνώνυμ. 335a, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Β. 423, Εὐστ.. | |lstext='''κνῖσος''': τό, [[σπάνιος]] [[τύπος]] ἀντὶ τοῦ [[κνῖσα]], Κωμικ. Ἀνώνυμ. 335a, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Β. 423, Εὐστ.. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=κνῑσος, τὸ (Α)<br />[[κνίσα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταπλασμένος παρλλ. τ. του [[κνῖσα]], [[κατά]] τα ουδ. σε -<i>ος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:40, 29 September 2017
English (LSJ)
εος, τό,
A = κνῖσα, Com.Adesp.608, Sch.Il.2.423.
German (Pape)
[Seite 1461] oder κνῖσσος, τό, Nebenform von ἡ κνῖσα, wie ἡ δίψα, τὸ δίψος, ἡ πάθη, τὸ πάθος. Der sing. von τὸ κνῖσος wird in einem Schol. Iliad. 2, 423 aus einem nicht genannten Komiker angeführt, τὸ κνῖσος όπτῶν ὀλλύεις τοὺς γείτονας, Meineke Com. Graec. 4 p. 687. Der plural. τὰ κνίση erscheint in Stellen Homers als var. lect. So Iliad. 21, 363, ὡς δὲ λέβης ζεῖ ἔνδον, ἐπειγόμενος πυρὶ πολλῷ,
Greek (Liddell-Scott)
κνῖσος: τό, σπάνιος τύπος ἀντὶ τοῦ κνῖσα, Κωμικ. Ἀνώνυμ. 335a, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Β. 423, Εὐστ..
Greek Monolingual
κνῑσος, τὸ (Α)
κνίσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος παρλλ. τ. του κνῖσα, κατά τα ουδ. σε -ος].