καχρυόεις: Difference between revisions
From LSJ
Ἃ δέ σοι συνεχῶς παρήγγελλον, ταῦτα καὶ πρᾶττε καὶ μελέτα, στοιχεῖα τοῦ καλῶς ζῆν ταῦτ' εἶναι διαλαμβάνων (Epicurus, Letter to Menoeceus 123.2) → Carry on and practice the things I incessantly used to urge you to do, realizing that they are the essentials of a good life.
(6_8) |
(20) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καχρυόεις''': εσσα, εν, ὅμοιοι πρὸς τὴν κάχρυν, Νικ. Θηρ. 40. | |lstext='''καχρυόεις''': εσσα, εν, ὅμοιοι πρὸς τὴν κάχρυν, Νικ. Θηρ. 40. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[καχρυόεις]], -εσσα, -εν (Α)<br />όμοιος με φρυγμένο [[κριθάρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάχρυς]] <span style="color: red;">+</span> επίθ. -<i>όεις</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αστερ</i>-<i>όεις</i>, <i>φλογ</i>-<i>όεις</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:40, 29 September 2017
English (LSJ)
εσσα, εν,
A bearing κάχρυ, ῥίζα, = λιβανωτίς, Nic.Th. 40.
German (Pape)
[Seite 1409] εσσα, εν, = καγχρυόεις, der gerösteten Gerste ähnlich, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
καχρυόεις: εσσα, εν, ὅμοιοι πρὸς τὴν κάχρυν, Νικ. Θηρ. 40.
Greek Monolingual
καχρυόεις, -εσσα, -εν (Α)
όμοιος με φρυγμένο κριθάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάχρυς + επίθ. -όεις (πρβλ. αστερ-όεις, φλογ-όεις)].