καμπεσίγυιος: Difference between revisions
From LSJ
καὶ ποιήσας φραγέλλιον ἐκ σχοινίων πάντας ἐξέβαλεν ἐκ τοῦ ἱεροῦ, τά τε πρόβατα καὶ τοὺς βόας → And having made a whip out of cords he drove all from the temple sheep and cattle
(6_17) |
(19) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καμπεσίγυιος''': -ον, κάμπτων τὰ [[μέλη]], παίγνια κ., τὰ νευρόσπαστα, Ὀρφ. Ἀποστ. 17, πρβλ. Ἡσύχ. ἐν λ. | |lstext='''καμπεσίγυιος''': -ον, κάμπτων τὰ [[μέλη]], παίγνια κ., τὰ νευρόσπαστα, Ὀρφ. Ἀποστ. 17, πρβλ. Ἡσύχ. ἐν λ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[καμπεσίγυιος]], -ον (Α)<br />(για παιχνίδια) αυτός που κάμπτει τα [[μέλη]] του σώματος («παίγνια καμπεσίγυια» — παιχνίδια που λυγίζουν τα [[μέλη]] του σώματος, τα νευρόσπαστα, <b>Ορφ.</b> απόσπ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καμπεσί</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[κάμπτω]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>γυιος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>γυῖα</i> «[[μέλη]] του σώματος»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αγλαό</i>-<i>γυιος</i>, <i>ιμερό</i>-<i>γυιος</i>. Σύνθ. του τ. <i>τερψί</i>-<i>μβροτος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:40, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A bending the limbs, παίγνια κ. puppets, Orph.Fr.34.
German (Pape)
[Seite 1318] die Glieder beugend, παίγνια, Gliederpuppen, Orph. bei Clem. Al. p. 15, vgl. Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
καμπεσίγυιος: -ον, κάμπτων τὰ μέλη, παίγνια κ., τὰ νευρόσπαστα, Ὀρφ. Ἀποστ. 17, πρβλ. Ἡσύχ. ἐν λ.
Greek Monolingual
καμπεσίγυιος, -ον (Α)
(για παιχνίδια) αυτός που κάμπτει τα μέλη του σώματος («παίγνια καμπεσίγυια» — παιχνίδια που λυγίζουν τα μέλη του σώματος, τα νευρόσπαστα, Ορφ. απόσπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καμπεσί- (< κάμπτω) + -γυιος (< γυῖα «μέλη του σώματος»), πρβλ. αγλαό-γυιος, ιμερό-γυιος. Σύνθ. του τ. τερψί-μβροτος].