ἐκπαίδευμα: Difference between revisions
From LSJ
πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?
(big3_14test) |
(10) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ματος, τό [[criatura]] Νυκτὸς ἐ. del sueño, E.<i>Cyc</i>.601. | |dgtxt=-ματος, τό [[criatura]] Νυκτὸς ἐ. del sueño, E.<i>Cyc</i>.601. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐκπαίδευμα]], το (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που εκπαιδεύτηκε, που ανατράφηκε από κάποιον<br /><b>2.</b> [[τέκνο]], [[παιδί]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:40, 29 September 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A nursling, child, E.Cyc.601.
German (Pape)
[Seite 771] τό, das Erzogene, Zögling, Eur. Cycl. 601.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκπαίδευμα: τό, τὸ ἐκπαιδευθὲν ἢ ἀνατραφέν, τέκνον, σὺ δ’, ὦ μελαίνης νυκτὸς ἐκπαίδευμ’, Ὕπνε Εὐρ. Κύκλ. 601.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
nourrisson, rejeton.
Étymologie: ἐκπαιδεύω.
Spanish (DGE)
-ματος, τό criatura Νυκτὸς ἐ. del sueño, E.Cyc.601.
Greek Monolingual
ἐκπαίδευμα, το (Α)
1. αυτός που εκπαιδεύτηκε, που ανατράφηκε από κάποιον
2. τέκνο, παιδί.