ἀμβλυόχρους: Difference between revisions
From LSJ
Ἐν ταῖς ἀνάγκαις χρημάτων κρείττων φίλος → Melior amicus opibus in re turbida → In Schwierigkeiten ist ein Freund mehr wert als Geld
(6_19) |
(3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀμβλυόχρους''': ουν, ὁ ἔχων ἀμβλύ, πελιδνὸν [[χρῶμα]], [[λέξις]] μεταγ. | |lstext='''ἀμβλυόχρους''': ουν, ὁ ἔχων ἀμβλύ, πελιδνὸν [[χρῶμα]], [[λέξις]] μεταγ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀμβλυόχρους]], -ουν (Μ)<br />αυτός που έχει [[χρώμα]] αμαυρό, πελιδνό ή απροσδιόριστο, ο [[θαμπός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμβλὺς</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>χρους</i> <span style="color: red;"><</span> -<i>χροος</i> <span style="color: red;"><</span> [[χρώς]] «[[χρώμα]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:40, 29 September 2017
English (LSJ)
ουν,
A faint, ἥλιος Lyd.Ost.9c (vv.ll. ἀμβλυώχρους, -ωχρος).
Greek (Liddell-Scott)
ἀμβλυόχρους: ουν, ὁ ἔχων ἀμβλύ, πελιδνὸν χρῶμα, λέξις μεταγ.
Greek Monolingual
ἀμβλυόχρους, -ουν (Μ)
αυτός που έχει χρώμα αμαυρό, πελιδνό ή απροσδιόριστο, ο θαμπός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμβλὺς + -χρους < -χροος < χρώς «χρώμα»].