κούρνια: Difference between revisions
From LSJ
παρθενικὴν δὲ γαμεῖν, ἵνα ἤθεα κεδνὰ διδάξῃς → take thee a maiden to wife, and teach her ways of discretion
(21) |
(No difference)
|
Revision as of 06:40, 29 September 2017
Greek Monolingual
η
1. τα καλάμια ή τα στενόμακρα ξύλα του ορνιθώνα, πάνω στα οποία κοιμούνται οι όρνιθες, η κοίτη
2. (για πρόσ.) κοιτώνας, κατάλυμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. κούρνια προήλθε πιθ. από τον διαλεκτ. τ. κορογωνιά μέσω άλλων διαλεκτ. τ.: κορογωνιά («γωνιά όπου άναβαν φωτιά, εστία») > κορωνιά (με σίγηση του ενδοφωνηεντικού -γ- και απλοποίηση τών -ο- και -ω-) > κουρουνιά («προκοπή, ευτυχία») με κώφωση (κο-> κου-) και αφομοίωση (-ρου-) > κουρνιά («σπίτι, φωλιά»), με σίγηση του -ου- > κούρνια, με αναβιβασμό του τόνου αναλογικά προς το συνώνυμο ουσ. κοίτη.