κολλεψός: Difference between revisions
From LSJ
οὐδὲν γάρ ἐστι κεκαλυμμένον ὃ οὐκ ἀποκαλυφθήσεται → there is nothing hidden that will not be revealed, there is nothing concealed that will not be revealed, there is nothing covered that shall not be revealed, there is nothing covered that won't be uncovered
(6_19) |
(21) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κολλεψός''': -οῦ, ὁ, ([[κόλλα]] ἕψω) ὁ βράζων, παρασκευάζων κόλλαν, [[Πολυδ]]. Ζ΄, 183. | |lstext='''κολλεψός''': -οῦ, ὁ, ([[κόλλα]] ἕψω) ὁ βράζων, παρασκευάζων κόλλαν, [[Πολυδ]]. Ζ΄, 183. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κολλεψός]], ὁ (Α)<br />αυτός που παρασκεύαζε [[κόλλα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόλλα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>εψός</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ἕψω</i> «[[βράζω]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>λιν</i>-<i>εψός</i>, <i>χυτρ</i>-<i>εψός</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:40, 29 September 2017
English (LSJ)
οῦ, ὁ, (κόλλα, ἕψω)
A glue-boiler, IG22.1558.10, Poll.7.183.
German (Pape)
[Seite 1473] ὁ, der Leimkocher, Poll. 7, 183.
Greek (Liddell-Scott)
κολλεψός: -οῦ, ὁ, (κόλλα ἕψω) ὁ βράζων, παρασκευάζων κόλλαν, Πολυδ. Ζ΄, 183.
Greek Monolingual
κολλεψός, ὁ (Α)
αυτός που παρασκεύαζε κόλλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόλλα + -εψός (< ἕψω «βράζω»), πρβλ. λιν-εψός, χυτρ-εψός].