κοίμημα: Difference between revisions
Ὕπνος πέφυκε σωμάτων σωτηρία → Incolumitas est corporis nostri sopor → Der rechte Weg ist zur Gesunderhaltung Schlaf
(Bailly1_3) |
(21) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ατος (τό) :<br />action de coucher avec, gén..<br />'''Étymologie:''' [[κοιμάω]]. | |btext=ατος (τό) :<br />action de coucher avec, gén..<br />'''Étymologie:''' [[κοιμάω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κοίμημα]], τὸ (Α) [[κοιμώμαι]]<br /><b>1.</b> το να κοιμάται [[κάποιος]] με άλλον, το [[πλάγιασμα]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> («κοιμήματά τ' αὐτογέννητα»<br />(για την Ιοκάστη με τον Οιδίποδα) η [[συγκοίμηση]] της μητέρας με το [[τέκνο]] της (<b>Σοφ.</b>). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:41, 29 September 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A sleep, in pl., S.Ichn.268; κ. αὐτογέννητα intercourse of the mother with her own child, Id.Ant.864 (lyr.): sg., Erot.s.v. κωματώδεες.
German (Pape)
[Seite 1467] τό, Schlaf, VLL. Erkl. von κοῖτος u. κῶμα. – Der Beischlaf, κοιαήματά τ' αὐτογέννητ' ἐμῷ πατρὶ δυσμόρου μητρός, mit der Mutter, Soph. Ant. 856.
Greek (Liddell-Scott)
κοίμημα: τό, (κοιμάω) ὡς καὶ νῦν, κοιμήματα αὐτογέννητα, συγκοίμησις μητρὸς μετὰ τοῦ τέκνου αὑτῆς, Σοφ. Ἀντ. 864.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
action de coucher avec, gén..
Étymologie: κοιμάω.
Greek Monolingual
κοίμημα, τὸ (Α) κοιμώμαι
1. το να κοιμάται κάποιος με άλλον, το πλάγιασμα
2. φρ. («κοιμήματά τ' αὐτογέννητα»
(για την Ιοκάστη με τον Οιδίποδα) η συγκοίμηση της μητέρας με το τέκνο της (Σοφ.).