κραγγών: Difference between revisions
From LSJ
τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.
(6_19) |
(21) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κραγγών''': -όνος, ἡ, [[εἶδος]] καρίδος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 2, 2· κατωτ. 6, ὑπάρχει διάφ. γραφ. κράγγη, ἡ. ΙΙ. = [[κίσσα]], Ἡσύχ. | |lstext='''κραγγών''': -όνος, ἡ, [[εἶδος]] καρίδος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 2, 2· κατωτ. 6, ὑπάρχει διάφ. γραφ. κράγγη, ἡ. ΙΙ. = [[κίσσα]], Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κραγγών]], -όνος και [[κράγγη]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> [[είδος]] γαρίδας («τῶν μὲν γὰρ καρίδων αἵ τε κυφαὶ καὶ αἱ κραγγόνες καὶ τὸ μικρὸν [[γένος]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[κίσσα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται ίσως για δάνεια λ.]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:41, 29 September 2017
English (LSJ)
όνος, ἡ, a kind of καρίς, prob.
A Squilla mantis, Arist.HA 525b2: with v.l. κράγγη, ἡ, ib.21,29. II = κίσσα, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
κραγγών: -όνος, ἡ, εἶδος καρίδος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 2, 2· κατωτ. 6, ὑπάρχει διάφ. γραφ. κράγγη, ἡ. ΙΙ. = κίσσα, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
κραγγών, -όνος και κράγγη, ἡ (Α)
1. είδος γαρίδας («τῶν μὲν γὰρ καρίδων αἵ τε κυφαὶ καὶ αἱ κραγγόνες καὶ τὸ μικρὸν γένος», Αριστοτ.)
2. (κατά τον Ησύχ.) κίσσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται ίσως για δάνεια λ.].