κοσκινόρινος: Difference between revisions
From LSJ
(6_16) |
(21) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κοσκινόρινος''': -ον, «εἰς κοσκίνου κατασκευὴν [[ῥινός]]», δηλ. δέρμα πρὸς κατασκευὴν κοσκίνου, Ἡσύχ. | |lstext='''κοσκινόρινος''': -ον, «εἰς κοσκίνου κατασκευὴν [[ῥινός]]», δηλ. δέρμα πρὸς κατασκευὴν κοσκίνου, Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κοσκινόρινος]], ὁ (Α)<br />(για ζώο) αυτός που έχει [[δέρμα]] κατάλληλο για την [[κατασκευή]] κόσκινου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόσκινον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ρινος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ῥινός]] «[[δέρμα]] ζώων ή ανθρώπου»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>κελαινό</i>-<i>ρρινος</i>, <i>μελά</i>-<i>ρρινος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:41, 29 September 2017
English (LSJ)
(-ριος cod.)· εἰς κοσκίνου κατασκευὴν ῥινός, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
κοσκινόρινος: -ον, «εἰς κοσκίνου κατασκευὴν ῥινός», δηλ. δέρμα πρὸς κατασκευὴν κοσκίνου, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
κοσκινόρινος, ὁ (Α)
(για ζώο) αυτός που έχει δέρμα κατάλληλο για την κατασκευή κόσκινου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόσκινον + -ρινος (< ῥινός «δέρμα ζώων ή ανθρώπου»), πρβλ. κελαινό-ρρινος, μελά-ρρινος].