κοπρογενής: Difference between revisions

From LSJ

διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing

Source
(a)
 
(21)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1483.png Seite 1483]] ές, im Mist erzeugt, Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1483.png Seite 1483]] ές, im Mist erzeugt, Sp.
}}
{{grml
|mltxt=[[κοπρογενής]], -ές (Μ)<br /><b>1.</b> αυτός που γεννήθηκε στην [[κοπριά]]<br /><b>2.</b> αυτός που τα γένια του [[είναι]] γεμάτα κοπριές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόπρος]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> -<i>γενής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γένος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ευ</i>-<i>γενής</i>, <i>υλη</i>-<i>γενής</i>].
}}
}}

Revision as of 06:41, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1483] ές, im Mist erzeugt, Sp.

Greek Monolingual

κοπρογενής, -ές (Μ)
1. αυτός που γεννήθηκε στην κοπριά
2. αυτός που τα γένια του είναι γεμάτα κοπριές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + -γενής (< γένος), πρβλ. ευ-γενής, υλη-γενής].