κολλοειδής: Difference between revisions

From LSJ

καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer

Source
(21)
(No difference)

Revision as of 06:41, 29 September 2017

Greek Monolingual

-ές
1. αυτός που έχει μορφή κόλλας, πηκτώδης, κολλώδης
2. φρ. α) «κολλοειδή συστήματα» ή, απλώς, «κολλοειδής»
χημ. κατηγορία ετερογενών συστημάτων τών οποίων η διεσπαρμένη ουσία συνίσταται από λεπτά τεμαχίδια διαστάσεων μεταξύ 10-7 και 10-3 εκατοστομέτρων, μπορεί να είναι αέρια, υγρή ή στερεά και είναι ομοιόμορφα κατανεμημένη σε αέριο, υγρό ή στερεό μέσο διασποράς
β) α. «κολλοειδής εκφύλιση»
ιατρ. μετατροπή της θεμέλιας ουσίας του συνδετικού ιστού σε λευκωματοειδή ουσία που μοιάζει με βλεννίνη από την οποία διαφέρει χάρη στην ανθεκτικότητά της στα οξέα και τα αλκάλια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. colloϊde < αγγλ. colloid < coll(o)- (< κόλλα) + -oid (< μσν. γαλλ. -oide και λατ. -oϊdes < -ειδής < εἶδος.