κοινοχρηστία: Difference between revisions

From LSJ

Ἐλεύθερον φύλαττε τὸν σαυτοῦ τρόπον → Te liberum ipse moribus praesta tuis → Die Freiheit wahre deiner eignen Lebensart

Menander, Monostichoi, 144
(6_10)
(21)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''κοινοχρηστία''': ἡ, κοινὴ [[χρῆσις]] ἢ [[χρησιμότης]], Οἰκουμεν. εἰς Πράξ. Ἀποστ. (κατὰ Schneid. ἀντὶ -χρησία).
|lstext='''κοινοχρηστία''': ἡ, κοινὴ [[χρῆσις]] ἢ [[χρησιμότης]], Οἰκουμεν. εἰς Πράξ. Ἀποστ. (κατὰ Schneid. ἀντὶ -χρησία).
}}
{{grml
|mltxt=[[κοινοχρηστία]], ἡ (Μ) [[κοινόχρηστος]]<br /><b>1.</b> η [[κοινή]] [[χρήση]] κάποιου πράγματος<br /><b>2.</b> η [[κοινή]] [[χρησιμότητα]], η [[κοινή]] [[ωφέλεια]] από ένα [[πράγμα]].
}}
}}

Latest revision as of 06:41, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1469] ἡ, = Vorigem, v. l.

Greek (Liddell-Scott)

κοινοχρηστία: ἡ, κοινὴ χρῆσιςχρησιμότης, Οἰκουμεν. εἰς Πράξ. Ἀποστ. (κατὰ Schneid. ἀντὶ -χρησία).

Greek Monolingual

κοινοχρηστία, ἡ (Μ) κοινόχρηστος
1. η κοινή χρήση κάποιου πράγματος
2. η κοινή χρησιμότητα, η κοινή ωφέλεια από ένα πράγμα.