κατολισθάνω: Difference between revisions

From LSJ

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source
(Bailly1_3)
(20)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=glisser, se laisser tomber ; <i>fig.</i> [[εἰς]] ἔρωτα tomber amoureux.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ὀλισθάνω]].
|btext=glisser, se laisser tomber ; <i>fig.</i> [[εἰς]] ἔρωτα tomber amoureux.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ὀλισθάνω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[κατολισθάνω]] (Α)<br /><b>βλ.</b> [[κατολισθαίνω]].
}}
}}

Revision as of 06:41, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατολισθάνω Medium diacritics: κατολισθάνω Low diacritics: κατολισθάνω Capitals: ΚΑΤΟΛΙΣΘΑΝΩ
Transliteration A: katolisthánō Transliteration B: katolisthanō Transliteration C: katolisthano Beta Code: katolisqa/nw

English (LSJ)

later κατολισθ-αίνω Gal.7.36, Agath.1.1: Ep. aor. 2

   A κατόλισθε A.R.1.390: aor. 1 -ωλίσθησα Alciphr.3.64: pf. -ωλίσθηκα Orib.50.42.3:—slip, sink down, Str.4.6.6; of hernia, Gal.l.c.; of a building, collapse, Agath.1.10: metaph., ἐς πάθος, εἰς ἔρωτα, Luc. Abd.28, Alciphr. l.c.; εἰς τὸ βλάσφημον Ael.Fr.60; εἰς πλεονεξίαν Agath.1.1.

Greek (Liddell-Scott)

κατολισθάνω: (ἴδε ἐν λέξει ὀλισθάνω)· Ἐπικ. ἀόρ. (ἀναύξ.) κατόλισθε, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 390·- ὀλισθαίνων καταπίπτω ἢ βυθίζομαι, καταντῶ, Στράβ. 204, κτλ.· ἐς πάθος, εἰς ἔρωτα Λουκ. Ἀποκηρυττ. 28, Ἀλκίφρων 3. 62· εἰς τὸ βλάσφημον Αἰλ. παρὰ Σουΐδ.· εἰς πλοκάμους γυναικείους Κλήμ. Ἀλ. 289.

French (Bailly abrégé)

glisser, se laisser tomber ; fig. εἰς ἔρωτα tomber amoureux.
Étymologie: κατά, ὀλισθάνω.

Greek Monolingual

κατολισθάνω (Α)
βλ. κατολισθαίνω.