ἐξανεμίζω: Difference between revisions

From LSJ

ὑποκατακλίνομαι τοῦ εὶς πλέον ἐναντιοῦσθαι → desist from further opposition;

Source
(big3_15)
(12)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=[[hacer que se levante el viento]], [[levantar viento]] τῇ κινήσει τῆς χειρὸς ἠρέμα ἐξανεμίσασα la diosa Atenea, Sch.Er.<i>Il</i>.20.440a.
|dgtxt=[[hacer que se levante el viento]], [[levantar viento]] τῇ κινήσει τῆς χειρὸς ἠρέμα ἐξανεμίσασα la diosa Atenea, Sch.Er.<i>Il</i>.20.440a.
}}
{{grml
|mltxt=και [[ξανεμίζω]] (Μ [[ἐξανεμίζω]] και [[ξανεμίζω]])<br /><b>1.</b> [[μετατρέπω]] σε άνεμο, [[ματαιώνω]], [[εξαφανίζω]], [[καταστρέφω]], [[εκμηδενίζω]] («εξανεμίστηκαν οι ελπίδες του», «εξανέμισε όλη την [[περιουσία]] του»)<br /><b>2.</b> (για μαλλιά) [[ανεμίζω]]<br /><b>3.</b> [[κινώ]] στον άνεμο<br /><b>μσν.</b><br /><b>(αμτβ.)</b> [[πέρδομαι]].
}}
}}

Revision as of 06:41, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξᾰνεμίζω Medium diacritics: ἐξανεμίζω Low diacritics: εξανεμίζω Capitals: ΕΞΑΝΕΜΙΖΩ
Transliteration A: exanemízō Transliteration B: exanemizō Transliteration C: eksanemizo Beta Code: e)canemi/zw

English (LSJ)

strengthd. for ἀνεμίζω, Sch.Il.20.440.

German (Pape)

[Seite 869] auslüften, Erkl. von ψύχω, Schol. Il. 20, 440.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξανεμίζω: ἐπιτεταμένον ἀντὶ τοῦ ἀνεμίζω, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Υ. 440.

Spanish (DGE)

hacer que se levante el viento, levantar viento τῇ κινήσει τῆς χειρὸς ἠρέμα ἐξανεμίσασα la diosa Atenea, Sch.Er.Il.20.440a.

Greek Monolingual

και ξανεμίζωἐξανεμίζω και ξανεμίζω)
1. μετατρέπω σε άνεμο, ματαιώνω, εξαφανίζω, καταστρέφω, εκμηδενίζω («εξανεμίστηκαν οι ελπίδες του», «εξανέμισε όλη την περιουσία του»)
2. (για μαλλιά) ανεμίζω
3. κινώ στον άνεμο
μσν.
(αμτβ.) πέρδομαι.