κύσσαρος: Difference between revisions
From LSJ
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
(6_14) |
(22) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κύσσαρος''': ὁ, = κυσὸς ΙΙ, Ἱππ. 238. 27, Γαλην.· πρβλ. [[κύτταρος]]. | |lstext='''κύσσαρος''': ὁ, = κυσὸς ΙΙ, Ἱππ. 238. 27, Γαλην.· πρβλ. [[κύτταρος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κύσσαρος]], ὁ (Α)<br />[[πρωκτός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για παρ. του [[κυσός]] που εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>αρος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>χίμ</i>-<i>αρος</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:41, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ,
A = κυσός 11, ἀρχός 11, Hp.Nat.Puer.17, Gal.19.176, Erot.
German (Pape)
[Seite 1538] ὁ, der After, Hippocr., Galen.
Greek (Liddell-Scott)
κύσσαρος: ὁ, = κυσὸς ΙΙ, Ἱππ. 238. 27, Γαλην.· πρβλ. κύτταρος.
Greek Monolingual
κύσσαρος, ὁ (Α)
πρωκτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για παρ. του κυσός που εμφανίζει επίθημα -αρος (πρβλ. χίμ-αρος)].