κτητός: Difference between revisions
κόραξ δ' ἐπαίνῳ καρδίην ἐχαυνώθη → the flattered crow was filled with pride, the flattered crow became elate in heart
(Autenrieth) |
(22) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=[[that]] [[may]] be [[acquired]], I 407†. | |auten=[[that]] [[may]] be [[acquired]], I 407†. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κτητός]], -ή, -όν (Α) [[κτώμαι]]<br /><b>1.</b> αυτός που μπορεί να αποκτηθεί από κάποιον («δῆλον ὅτι ὡς ἐξ ἐπιμελείας και μαθήσεως κτητῆς οὔσης», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[άξιος]] κτήσεως, [[επιθυμητός]], αυτός τον οποίο επιθυμεί να αποκτήσει [[κάποιος]] («ζηλωτὸς ἀμοίροις, κτητὸς εὐμοίροις», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που έχει αποκτηθεί από κάποιον, που έχει αγοραστεί, που ανήκει στην [[κατοχή]] κάποιου («γυναῑκά τε... κτητήν, οὐ γαμετήν», <b>Ησίοδ.</b>). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:42, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν, (κτάομαι)
A that may be gotten or acquired, ληϊστοὶ μὲν . . βόες... κτητοὶ δὲ τρίποδες Il.9.407, cf. E.Hipp.1295 (anap.), Pl.Prt.324a, al. 2 worth getting, desirable, Id.Smp.197d, Hp.Mi.374e. II acquired, gained, Id.Lg.841e; κτητή female slave, opp. γαμετή, Hes.Op.406; κ. μέρος οἰκίας PLond.3.1164 (f).11 (iii A.D.).
German (Pape)
[Seite 1519] adj. verb. zu κτάομαι, erworben, zu Eigenthum gemacht; γυνὴ κτητή, erkauft, im Ggstz zur rechtmäßigen Hausfrau, Hes. O. 408; – Iliad. 9, 407 κτητοὶ τρίποδες, lassen sich erwerben, können erworben werden; Eur. Hipp. 1295, zu erwerben, anzueignen, wie Plat. Prot. 324 a; τοὺς ὠνητούς τε καὶ τρόπῳ τούτῳ κτητούς Polit. 289 d.
Greek (Liddell-Scott)
κτητός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ κτάομαι, ὅν δύναταί τις νὰ λάβῃ ἢ ἀποκτήσῃ, ληιστοὶ μέν... βόες..., κτητοὶ δὲ τρίποδες Ἰλ. Ι. 407, πρβλ. Εὐρ. Ἱππ. 1295, Πλάτ. Πρωτ. 324Α, κ. ἀλλ. 2) ἄξιος ἀποκτήσεως, ἐπιθυμητός, ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 197D, ἐν Ἱππ. Ἐλάττ. 374Ε. ΙΙ. ἀποκτηθείς, κατεχόμενος, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 841Ε· κτητή, γυνὴ δούλη, ἀντίθετ. τῷ γαμετή, Ἡσ. Ἔργ. καὶ Ἡμ. 404.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 qu’on peut acquérir ou acheter;
2 digne d’être acquis ou acheté, désirable.
Étymologie: adj. verb. de κτάομαι.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
κτητός, -ή, -όν (Α) κτώμαι
1. αυτός που μπορεί να αποκτηθεί από κάποιον («δῆλον ὅτι ὡς ἐξ ἐπιμελείας και μαθήσεως κτητῆς οὔσης», Πλάτ.)
2. άξιος κτήσεως, επιθυμητός, αυτός τον οποίο επιθυμεί να αποκτήσει κάποιος («ζηλωτὸς ἀμοίροις, κτητὸς εὐμοίροις», Πλάτ.)
3. αυτός που έχει αποκτηθεί από κάποιον, που έχει αγοραστεί, που ανήκει στην κατοχή κάποιου («γυναῑκά τε... κτητήν, οὐ γαμετήν», Ησίοδ.).