λεοντική: Difference between revisions

From LSJ

ἐν τῷ ῥά σφι κύκησε γυνὴ εἰκυῖα θεῆισιν οἴνῳ Πραμνείῳ, ἐπὶ δ' αἴγειον κνῆ τυρόν κνήστι χαλκείῃ, ἐπὶ δ' ἄλφιτα λευκὰ πάλυνε. → In it the woman, like the goddesses, mixed Pramnian wine for them, and over it she grated goat cheese with a bronze grater, and sprinkled white barley on it.

Source
(Bailly1_3)
(22)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br /><i>plante</i> = [[κακαλία]].<br />'''Étymologie:''' [[λεοντικός]].
|btext=ης (ἡ) :<br /><i>plante</i> = [[κακαλία]].<br />'''Étymologie:''' [[λεοντικός]].
}}
{{grml
|mltxt=η (Α [[λεοντική]]) [[λεοντικός]]<br />[[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] που, σύμφωνα με τη σημερινή [[ταξινόμηση]], ανήκει στην [[οικογένεια]] βερβερίδες<br /><b>αρχ.</b><br />[[είδος]] βαφής.
}}
}}

Revision as of 06:42, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεοντική Medium diacritics: λεοντική Low diacritics: λεοντική Capitals: ΛΕΟΝΤΙΚΗ
Transliteration A: leontikḗ Transliteration B: leontikē Transliteration C: leontiki Beta Code: leontikh/

English (LSJ)

ἡ, a plant,

   A = κακκαλία, Dsc. 4.122 (v.l. λεαντική).    II a dye, PLeid.X.98.

German (Pape)

[Seite 28] ἡ, eine Pflanze, sonst κακαλία genannt, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

λεοντική: ἡ, συνώνυμον τῷ (φυτῷ) κακαλία, Διοσκ. 4. 123.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
plante = κακαλία.
Étymologie: λεοντικός.

Greek Monolingual

η (Α λεοντική) λεοντικός
γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια βερβερίδες
αρχ.
είδος βαφής.