λάγηνος: Difference between revisions

From LSJ

Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter

Menander, Monostichoi, 127
(c2)
(22)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0003.png Seite 3]] ἡ, spätere Form für [[λάγυνος]] (lagena, Lägel), Plut. de garrul. 14.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0003.png Seite 3]] ἡ, spätere Form für [[λάγυνος]] (lagena, Lägel), Plut. de garrul. 14.
}}
{{ls
|lstext='''λάγηνος''': λαγήνιον, ἴδε ἐν λέξ. λαγυν-.
}}
{{grml
|mltxt=και [[λάγυνος]], η (Α [[λάγηνος]] και αττ. τ. [[λάγυνος]], ὁ και ἡ)<br />[[λαγήνι]], [[στάμνα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ζωολ.</b> [[γένος]] τρηματοφόρων πρωτοζώων της οικογένειας λαγηνίδες<br /><b>2.</b> (συγκρ. ανατ.) [[εκκόλπωμα]] του κυστιδίου του υμενώδους λαβυρίνθου του αφτιού τών πρωτοζώων<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> <b>(ηλεκτρολ.)</b> «λουγδουνική [[λάγηνος]]» — [[είδος]] ηλεκτρικού πυκυωτή<br /><b>αρχ.</b><br />[[είδος]] μέτρου χωρητικότητας 12 κοτυλών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. δάνεια λ. από τον χεττιτ. τ. <i>labanni</i>- «[[μπουκάλι]]». Τη λ. δανείστηκε η λατ. με τη [[μορφή]] <i>lagena</i>. To -<i>η</i>- του τ. [[λάγηνος]] κατ' [[επίδραση]] του λατ. -<i>e</i>- του τ. <i>lagena</i>].
}}
}}

Latest revision as of 06:42, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λάγηνος Medium diacritics: λάγηνος Low diacritics: λάγηνος Capitals: ΛΑΓΗΝΟΣ
Transliteration A: lágēnos Transliteration B: lagēnos Transliteration C: laginos Beta Code: la/ghnos

English (LSJ)

λαγήνιον, v. λαγυν-.

German (Pape)

[Seite 3] ἡ, spätere Form für λάγυνος (lagena, Lägel), Plut. de garrul. 14.

Greek (Liddell-Scott)

λάγηνος: λαγήνιον, ἴδε ἐν λέξ. λαγυν-.

Greek Monolingual

και λάγυνος, η (Α λάγηνος και αττ. τ. λάγυνος, ὁ και ἡ)
λαγήνι, στάμνα
νεοελλ.
1. ζωολ. γένος τρηματοφόρων πρωτοζώων της οικογένειας λαγηνίδες
2. (συγκρ. ανατ.) εκκόλπωμα του κυστιδίου του υμενώδους λαβυρίνθου του αφτιού τών πρωτοζώων
3. φρ. (ηλεκτρολ.) «λουγδουνική λάγηνος» — είδος ηλεκτρικού πυκυωτή
αρχ.
είδος μέτρου χωρητικότητας 12 κοτυλών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. δάνεια λ. από τον χεττιτ. τ. labanni- «μπουκάλι». Τη λ. δανείστηκε η λατ. με τη μορφή lagena. To -η- του τ. λάγηνος κατ' επίδραση του λατ. -e- του τ. lagena].