λάγηνος: Difference between revisions

From LSJ

ὀψὲ θεῶν ἀλέουσι μύλοι, ἀλέουσι δὲ λεπτά → the millstones of the gods grind late, but they grind fine | the mills of God grind slowly, but they grind exceedingly small

Source
(6_23)
(22)
 
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λάγηνος''': λαγήνιον, ἴδε ἐν λέξ. λαγυν-.
|lstext='''λάγηνος''': λαγήνιον, ἴδε ἐν λέξ. λαγυν-.
}}
{{grml
|mltxt=και [[λάγυνος]], η (Α [[λάγηνος]] και αττ. τ. [[λάγυνος]], ὁ και ἡ)<br />[[λαγήνι]], [[στάμνα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ζωολ.</b> [[γένος]] τρηματοφόρων πρωτοζώων της οικογένειας λαγηνίδες<br /><b>2.</b> (συγκρ. ανατ.) [[εκκόλπωμα]] του κυστιδίου του υμενώδους λαβυρίνθου του αφτιού τών πρωτοζώων<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> <b>(ηλεκτρολ.)</b> «λουγδουνική [[λάγηνος]]» — [[είδος]] ηλεκτρικού πυκυωτή<br /><b>αρχ.</b><br />[[είδος]] μέτρου χωρητικότητας 12 κοτυλών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. δάνεια λ. από τον χεττιτ. τ. <i>labanni</i>- «[[μπουκάλι]]». Τη λ. δανείστηκε η λατ. με τη [[μορφή]] <i>lagena</i>. To -<i>η</i>- του τ. [[λάγηνος]] κατ' [[επίδραση]] του λατ. -<i>e</i>- του τ. <i>lagena</i>].
}}
}}

Latest revision as of 06:42, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λάγηνος Medium diacritics: λάγηνος Low diacritics: λάγηνος Capitals: ΛΑΓΗΝΟΣ
Transliteration A: lágēnos Transliteration B: lagēnos Transliteration C: laginos Beta Code: la/ghnos

English (LSJ)

λαγήνιον, v. λαγυν-.

German (Pape)

[Seite 3] ἡ, spätere Form für λάγυνος (lagena, Lägel), Plut. de garrul. 14.

Greek (Liddell-Scott)

λάγηνος: λαγήνιον, ἴδε ἐν λέξ. λαγυν-.

Greek Monolingual

και λάγυνος, η (Α λάγηνος και αττ. τ. λάγυνος, ὁ και ἡ)
λαγήνι, στάμνα
νεοελλ.
1. ζωολ. γένος τρηματοφόρων πρωτοζώων της οικογένειας λαγηνίδες
2. (συγκρ. ανατ.) εκκόλπωμα του κυστιδίου του υμενώδους λαβυρίνθου του αφτιού τών πρωτοζώων
3. φρ. (ηλεκτρολ.) «λουγδουνική λάγηνος» — είδος ηλεκτρικού πυκυωτή
αρχ.
είδος μέτρου χωρητικότητας 12 κοτυλών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. δάνεια λ. από τον χεττιτ. τ. labanni- «μπουκάλι». Τη λ. δανείστηκε η λατ. με τη μορφή lagena. To -η- του τ. λάγηνος κατ' επίδραση του λατ. -e- του τ. lagena].