κυνίζω: Difference between revisions
From LSJ
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
(Bailly1_3) |
(22) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>f. att.</i> κυνιῶ;<br />vivre en chien, en philosophe cynique.<br />'''Étymologie:''' [[κύων]]. | |btext=<i>f. att.</i> κυνιῶ;<br />vivre en chien, en philosophe cynique.<br />'''Étymologie:''' [[κύων]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κυνίζω]] (Α) [[κύων]]<br />[[ασπάζομαι]] τη [[θεωρία]] τών Κυνικών και ζω σύμφωνα με αυτήν («τὸ [[μειράκιον]] τὸ ὡραῑον, ὅ ἔπεισε κυνίζειν», <b>Λουκιαν.</b>). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:42, 29 September 2017
English (LSJ)
fut.
A κυνιῶ Stoic.3.162, Apollod.ib.261:— play the dog: metaph., live like a Cynic, Il.cc., Arr.Epict.3.22.1, Luc. Peregr.43, Ath. 13.588f, Jul.Or.6.182a.
Greek (Liddell-Scott)
κῠνίζω: φέρομαι ὡς κύων· μεταφ., ζῶ κυνικῶς, ἀνήκω εἰς τὴν αἵρεσιν τῶν κυνικῶν φιλοσόφων, Διογ. Λ. 7. 121, Λουκ. Περεγρ. 43, Ἀθήν. 588F, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 22, 1· ― ῥημ. ἐπίθ., κυνιστέον, δεῖ κυνίζειν, Ἰουλιαν. σ. 204.
French (Bailly abrégé)
f. att. κυνιῶ;
vivre en chien, en philosophe cynique.
Étymologie: κύων.
Greek Monolingual
κυνίζω (Α) κύων
ασπάζομαι τη θεωρία τών Κυνικών και ζω σύμφωνα με αυτήν («τὸ μειράκιον τὸ ὡραῑον, ὅ ἔπεισε κυνίζειν», Λουκιαν.).