ληθαργία: Difference between revisions

From LSJ

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source
(6_9)
(23)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ληθαργία''': ἡ, ([[λήθαργος]]) [[ὕπνος]] βαθὺς μετ’ ἀναισθησίας, Γαλην.
|lstext='''ληθαργία''': ἡ, ([[λήθαργος]]) [[ὕπνος]] βαθὺς μετ’ ἀναισθησίας, Γαλην.
}}
{{grml
|mltxt=η (Α [[ληθαργία]]) [[λήθαργος]] (Ι)]<br />[[κατάσταση]] έντονης υπνηλίας με [[θόλωση]] της συνείδησης, [[λήθαργος]], [[νάρκη]], [[βαθύς]] και [[συνεχής]] ύπνος.
}}
}}

Revision as of 06:42, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ληθαργία Medium diacritics: ληθαργία Low diacritics: ληθαργία Capitals: ΛΗΘΑΡΓΙΑ
Transliteration A: lēthargía Transliteration B: lēthargia Transliteration C: lithargia Beta Code: lhqargi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A drowsiness, Com.Adesp.344 (pl.).

German (Pape)

[Seite 38] ἡ, = λήθαργος 2, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ληθαργία: ἡ, (λήθαργος) ὕπνος βαθὺς μετ’ ἀναισθησίας, Γαλην.

Greek Monolingual

η (Α ληθαργία) λήθαργος (Ι)]
κατάσταση έντονης υπνηλίας με θόλωση της συνείδησης, λήθαργος, νάρκη, βαθύς και συνεχής ύπνος.