λευκοβαφής: Difference between revisions

From LSJ

Ἐμπειρία γὰρ τῆς ἀπειρίας κρατεῖ → Inscitiam etenim vincit experientiaErfahrung überwindet Unerfahrenheit

Menander, Monostichoi, 169
(6_7)
(23)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λευκοβᾰφής''': -ές, βεβαμμένος [[λευκός]], ἀναφερόμ. ἐκ τοῦ Σχολ. Σοφοκλ.
|lstext='''λευκοβᾰφής''': -ές, βεβαμμένος [[λευκός]], ἀναφερόμ. ἐκ τοῦ Σχολ. Σοφοκλ.
}}
{{grml
|mltxt=-ές (Α [[λευκοβαφής]])<br />ο [[βαμμένος]] με [[λευκό]] [[χρώμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λευκ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>βαφής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βαφή]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ερυθρο</i>-<i>βαφής</i>, <i>πορφυρο</i>-<i>βαφής</i>].
}}
}}

Revision as of 06:42, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λευκοβᾰφής Medium diacritics: λευκοβαφής Low diacritics: λευκοβαφής Capitals: ΛΕΥΚΟΒΑΦΗΣ
Transliteration A: leukobaphḗs Transliteration B: leukobaphēs Transliteration C: lefkovafis Beta Code: leukobafh/s

English (LSJ)

ές,

   A gloss on λευκανθές, Sch.rec.S.OT742.

German (Pape)

[Seite 33] ές, weiß gefärbt, Schol. Soph. O. R. 733.

Greek (Liddell-Scott)

λευκοβᾰφής: -ές, βεβαμμένος λευκός, ἀναφερόμ. ἐκ τοῦ Σχολ. Σοφοκλ.

Greek Monolingual

-ές (Α λευκοβαφής)
ο βαμμένος με λευκό χρώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο)- + -βαφής (< βαφή), πρβλ. ερυθρο-βαφής, πορφυρο-βαφής].