λῄσταρχος: Difference between revisions
From LSJ
Φιλοκαλοῦμέν τε γὰρ μετ' εὐτελείας καὶ φιλοσοφοῦμεν ἄνευ μαλακίας → Our love of what is beautiful does not lead to extravagance; our love of the things of the mind does not makes us soft.
(6_14) |
(23) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λῄσταρχος''': ὁ, = [[λῃστάρχης]], Πολύαιν. 4. 9, 3, Κλήμ. Ἀλ. 959. | |lstext='''λῄσταρχος''': ὁ, = [[λῃστάρχης]], Πολύαιν. 4. 9, 3, Κλήμ. Ἀλ. 959. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, θηλ. λησταρχίνα (AM [[λήσταρχος]], Μ θηλ. λησταρχίνα)<br />[[αρχηγός]] συμμορίας ληστών, [[αρχιληστής]] (α. «Εκεί δρούσε ο [[διαβόητος]] [[λήσταρχος]] Γιαγκούλας» β. «ὁ [[λῄσταρχος]] ὁ Λυσιτανός [[δίκαιος]] ἦν ἐν ταῑς διανομαῑς τῶν λαφύρων», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[αισχροκερδής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ληστής]] <span style="color: red;">+</span> -<i>αρχος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἀρχός]] <span style="color: red;"><</span> [[ἄρχω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>δήμ</i>-<i>αρχος</i>, <i>ίππ</i>-<i>αρχος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:43, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ,
A = λῃστάρχης, D.S.33.1, App.Hisp.68, Polyaen.4.9.3, Wilcken Chr.20 iv 8 (ii A.D.).
Greek (Liddell-Scott)
λῄσταρχος: ὁ, = λῃστάρχης, Πολύαιν. 4. 9, 3, Κλήμ. Ἀλ. 959.
Greek Monolingual
ο, θηλ. λησταρχίνα (AM λήσταρχος, Μ θηλ. λησταρχίνα)
αρχηγός συμμορίας ληστών, αρχιληστής (α. «Εκεί δρούσε ο διαβόητος λήσταρχος Γιαγκούλας» β. «ὁ λῄσταρχος ὁ Λυσιτανός δίκαιος ἦν ἐν ταῑς διανομαῑς τῶν λαφύρων», Διόδ.)
νεοελλ.
μτφ. αισχροκερδής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ληστής + -αρχος (< ἀρχός < ἄρχω), πρβλ. δήμ-αρχος, ίππ-αρχος].