λοχεύτρια: Difference between revisions
From LSJ
Τοὺς τῆς φύσεως οὐκ ἔστι λανθάνειν (μανθάνειν) νόμους → Legibus naturae non potest evadier → Naturgesetze keiner insgeheim verletzt
(6_10) |
(23) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λοχεύτρια''': ἡ, ἡ [[λεχώ]], ἡ τεκοῦσα, ἡ [[μήτηρ]], Ἀνών. παρὰ τῷ Σουΐδ. ΙΙ. [[μαῖα]], Σχόλ. εἰς Ἰλ. Π. 187. | |lstext='''λοχεύτρια''': ἡ, ἡ [[λεχώ]], ἡ τεκοῦσα, ἡ [[μήτηρ]], Ἀνών. παρὰ τῷ Σουΐδ. ΙΙ. [[μαῖα]], Σχόλ. εἰς Ἰλ. Π. 187. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[λοχεύτρια]], ἡ (ΑM [[λοχεύω]]<br />η [[λεχώνα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[μαία]], η [[μαμμή]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (για την [[ποίηση]]) η [[μητέρα]], η [[δημιουργός]] («ἡ τοῡ ψεύδους [[λοχεύτρια]] [[ποίησις]]», λεξ. [[Σούδα]]). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:43, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A woman in childbed, metaph. as Adj., ἡ τοῦ ψεύδους λ. ποίησις Anon. ap. Suid. s.v. Ἀδάμ. II midwife, Sch.D Il.16.187.
Greek (Liddell-Scott)
λοχεύτρια: ἡ, ἡ λεχώ, ἡ τεκοῦσα, ἡ μήτηρ, Ἀνών. παρὰ τῷ Σουΐδ. ΙΙ. μαῖα, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Π. 187.
Greek Monolingual
λοχεύτρια, ἡ (ΑM λοχεύω
η λεχώνα
αρχ.
1. η μαία, η μαμμή
2. μτφ. (για την ποίηση) η μητέρα, η δημιουργός («ἡ τοῡ ψεύδους λοχεύτρια ποίησις», λεξ. Σούδα).