λιμενίτης: Difference between revisions

From LSJ

Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.

Source
(Bailly1_3)
(23)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου ; <i>voc.</i> ῖτα;<br /><i>adj. m.</i><br />de port, qui réside dans un port, qui veille sur un port.<br />'''Étymologie:''' [[λιμήν]].
|btext=ου ; <i>voc.</i> ῖτα;<br /><i>adj. m.</i><br />de port, qui réside dans un port, qui veille sur un port.<br />'''Étymologie:''' [[λιμήν]].
}}
{{grml
|mltxt=[[λιμενίτης]], ὁ (Α) [[λιμήν]]<br /><b>1.</b> (για τον Πρίαπο) ο [[θεός]] του λιμανιού<br /><b>2.</b> [[υπάλληλος]] της υπηρεσίας του λιμανιού.
}}
}}

Revision as of 06:43, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐμενίτης Medium diacritics: λιμενίτης Low diacritics: λιμενίτης Capitals: ΛΙΜΕΝΙΤΗΣ
Transliteration A: limenítēs Transliteration B: limenitēs Transliteration C: limenitis Beta Code: limeni/ths

English (LSJ)

[νῑ], ου, ὁ, voc. λιμενῖτα,

   A god of the harbour, of Priapus, AP10.1 (Leon.), cf. 10.17 (Antiphil.):—fem. λῐμεν-ῖτις, ιδος, of Artemis, ib.6.105 (Apollonid.).    2 λ. φυλακτῆρες custom-house officers, Dam.Isid.186.

German (Pape)

[Seite 47] ὁ, im Hafen befindlich, am Hafen wohnend, Leon. Tar. 57 (X, 1); Antiphil. (X, 17).

Greek (Liddell-Scott)

λῐμενίτης: [νῑ], ου, ὁ, κλητ. λιμενῖτα, ὁ θεὸς τοῦ λιμένος, ἐπὶ τοῦ Πριάμου, Ἀνθ. Π. 10. 1, πρβλ. 10. 17· θηλ. λιμενῖτις, ιδος, ἐπὶ τῆς Ἀρτέμιδος, 6. 105.

French (Bailly abrégé)

ου ; voc. ῖτα;
adj. m.
de port, qui réside dans un port, qui veille sur un port.
Étymologie: λιμήν.

Greek Monolingual

λιμενίτης, ὁ (Α) λιμήν
1. (για τον Πρίαπο) ο θεός του λιμανιού
2. υπάλληλος της υπηρεσίας του λιμανιού.