λωτοφάγος: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνεγκε λύπην καὶ βλάβην εὐσχημόνως → Damna ac dolores disce generose pati → Mit schicklichem Anstand trage Trauer und Verlust

Menander, Monostichoi, 151
(Bailly1_3)
 
(23)
Line 1: Line 1:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui se nourrit des fruits du lotus, <i>càd</i> de jujube ; [[οἱ]] Λωτοφάγοι les Lotophages, <i>peuple de Cyrénaïque, sur la côte d’Afrique</i>.<br />'''Étymologie:''' [[λωτός]], [[φαγεῖν]].
|btext=ος, ον :<br />qui se nourrit des fruits du lotus, <i>càd</i> de jujube ; [[οἱ]] Λωτοφάγοι les Lotophages, <i>peuple de Cyrénaïque, sur la côte d’Afrique</i>.<br />'''Étymologie:''' [[λωτός]], [[φαγεῖν]].
}}
{{grml
|mltxt=ο (Α [[λωτοφάγος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που τρέφεται με λωτούς<br /><b>2.</b> (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) <i>οι Λωτοφάγοι</i><br />[[αρχαίος]] [[μυθικός]] [[ειρηνικός]] και [[φιλόξενος]] [[λαός]] που κατοικούσε στις ακτές της βόρειας Αφρικής, [[κάπου]] στην [[περιοχή]] της Κυρηναϊκής, και είχε ως κύρια ή μοναδική [[τροφή]] του τους καρπούς του δένδρου [[λωτός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λωτός]] <span style="color: red;">+</span> -[[φάγος]] (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>φαγ</i>- <b>[[πρβλ]].</b> <i>ἔ</i>-<i>φαγ</i>-<i>ον</i>, αόρ. του [[ἐσθίω]])].
}}
}}

Revision as of 06:44, 29 September 2017

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui se nourrit des fruits du lotus, càd de jujube ; οἱ Λωτοφάγοι les Lotophages, peuple de Cyrénaïque, sur la côte d’Afrique.
Étymologie: λωτός, φαγεῖν.

Greek Monolingual

ο (Α λωτοφάγος, -ον)
1. αυτός που τρέφεται με λωτούς
2. (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) οι Λωτοφάγοι
αρχαίος μυθικός ειρηνικός και φιλόξενος λαός που κατοικούσε στις ακτές της βόρειας Αφρικής, κάπου στην περιοχή της Κυρηναϊκής, και είχε ως κύρια ή μοναδική τροφή του τους καρπούς του δένδρου λωτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λωτός + -φάγος (< θ. φαγ- πρβλ. -φαγ-ον, αόρ. του ἐσθίω)].