μελάνδειρος: Difference between revisions
From LSJ
Ξένους ξένιζε, καὶ σὺ γὰρ ξένος γ' ἔσῃ (μήποτε ξένος γένῃ) → Bene hospiti fac: tu quoque hospes fors eris → Bewirte Gäste, denn auch du bist einmal Gast
(6_15) |
(24) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μελάνδειρος''': ὁ, ὁ ἔχων τὸν τράχηλον μέλανα, πτηνόν τι, Ἡσύχ. | |lstext='''μελάνδειρος''': ὁ, ὁ ἔχων τὸν τράχηλον μέλανα, πτηνόν τι, Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μελάνδειρος]], (Α)<br />αυτός που έχει μαύρο τράχηλο, μαυρολαίμης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλας]], -<i>ανος</i> <span style="color: red;">+</span> [[δειρή]] «[[δέρμα]]» (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αιολό</i>-<i>δειρος</i>, <i>υψί</i>-<i>δειρος</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:46, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ, a small bird, Id.
German (Pape)
[Seite 119] ὁ, Schwarzkehlchen, ein Vogel, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
μελάνδειρος: ὁ, ὁ ἔχων τὸν τράχηλον μέλανα, πτηνόν τι, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
μελάνδειρος, (Α)
αυτός που έχει μαύρο τράχηλο, μαυρολαίμης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + δειρή «δέρμα» (πρβλ. αιολό-δειρος, υψί-δειρος)].