μελισσηδόν: Difference between revisions

From LSJ

οὐ παντός πλεῖν ἐς Κόρινθον → it's not for every man to make a journey to Corinth, not everyone can afford a trip to Corinth

Source
(6_7)
(24)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''μελισσηδόν''': Ἐπίρρ., κατὰ τὸν τρόπον τῶν μελισσῶν, ὡς αἱ μέλισσαι, Εὐστ. Πονημ. 309. 60.
|lstext='''μελισσηδόν''': Ἐπίρρ., κατὰ τὸν τρόπον τῶν μελισσῶν, ὡς αἱ μέλισσαι, Εὐστ. Πονημ. 309. 60.
}}
{{grml
|mltxt=[[μελισσηδόν]] (Μ)<br /><b>επίρρ.</b> με τον τρόπο τών [[μελισσών]], όπως οι μέλισσες, σαν [[μελίσσι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλισσα]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>ηδόν</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>λυκ</i>-<i>ηδόν</i>)].
}}
}}

Revision as of 06:46, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 124] nach Bienenart, Eust.

Greek (Liddell-Scott)

μελισσηδόν: Ἐπίρρ., κατὰ τὸν τρόπον τῶν μελισσῶν, ὡς αἱ μέλισσαι, Εὐστ. Πονημ. 309. 60.

Greek Monolingual

μελισσηδόν (Μ)
επίρρ. με τον τρόπο τών μελισσών, όπως οι μέλισσες, σαν μελίσσι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλισσα + επιρρμ. κατάλ. -ηδόν (πρβλ. λυκ-ηδόν)].