μελάνοφρυς: Difference between revisions
From LSJ
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)
(6_22) |
(24) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μελάνοφρυς''': υ, γενικ. -υος, ὁ ἔχων πυκνὰς μελαίνας ὀφρῦς, «μαυροφύδης», Ἡσύχ., Ἀρκάδ. 91. | |lstext='''μελάνοφρυς''': υ, γενικ. -υος, ὁ ἔχων πυκνὰς μελαίνας ὀφρῦς, «μαυροφύδης», Ἡσύχ., Ἀρκάδ. 91. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μελάνοφρυς]], -υ (Α)<br />αυτός που έχει μαύρα φρύδια, [[μαυροφρύδης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλας]], -<i>ανος</i> <span style="color: red;">+</span> [[ὀφρῦς]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>κυάν</i>-<i>οφρυς</i>, <i>λεύκ</i>-<i>οφρυς</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:46, 29 September 2017
English (LSJ)
υ, gen. υος,
A black- or beetle-browed, Hdn.Gr.1.237, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
μελάνοφρυς: υ, γενικ. -υος, ὁ ἔχων πυκνὰς μελαίνας ὀφρῦς, «μαυροφύδης», Ἡσύχ., Ἀρκάδ. 91.
Greek Monolingual
μελάνοφρυς, -υ (Α)
αυτός που έχει μαύρα φρύδια, μαυροφρύδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + ὀφρῦς (πρβλ. κυάν-οφρυς, λεύκ-οφρυς)].