μείωμα: Difference between revisions

From LSJ

Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch

Menander, Monostichoi, 185
(Bailly1_3)
(24)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />manque, déficit.<br />'''Étymologie:''' [[μειόω]].
|btext=ατος (τό) :<br />manque, déficit.<br />'''Étymologie:''' [[μειόω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[μείωμα]], τὸ (Α) [[μειώ]]<br /><b>1.</b> [[μείωση]], [[ελάττωση]], [[σμίκρυνση]], [[περικοπή]]<br /><b>2.</b> [[πρόστιμο]], χρηματική [[ποινή]] («τῆς φυλακῆς τῶν γαυλικῶν χρημάτων τὸ [[μείωμα]] εἴκοσιν μνᾱς [ὦφλε]», <b>Ξεν.</b>).
}}
}}

Revision as of 06:46, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μείωμα Medium diacritics: μείωμα Low diacritics: μείωμα Capitals: ΜΕΙΩΜΑ
Transliteration A: meíōma Transliteration B: meiōma Transliteration C: meioma Beta Code: mei/wma

English (LSJ)

ατος, τό, (μειόω)

   A curtailment: hence, fine, X.An.5.8.1.

Greek (Liddell-Scott)

μείωμα: τό, (μειόω) ἔλλειμα· ― πρόστιμον, Ξεν. Ἀν. 5. 8, 1.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
manque, déficit.
Étymologie: μειόω.

Greek Monolingual

μείωμα, τὸ (Α) μειώ
1. μείωση, ελάττωση, σμίκρυνση, περικοπή
2. πρόστιμο, χρηματική ποινή («τῆς φυλακῆς τῶν γαυλικῶν χρημάτων τὸ μείωμα εἴκοσιν μνᾱς [ὦφλε]», Ξεν.).