μελανόφαιος: Difference between revisions
From LSJ
Πᾶσιν γὰρ εὖ φρονοῦσι συμμαχεῖ τύχη → Sapientibus Fortuna se fert opiferam → Mit allen, die klug denken, steht das Glück im Bund
(6_17) |
(24) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μελᾰνόφαιος''': -ον, ὁ ἔχων [[χρῶμα]] μεταξὺ μέλανος καὶ φαιοῦ, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[λευκόφαιος]], Ἀθήν. 78Α. | |lstext='''μελᾰνόφαιος''': -ον, ὁ ἔχων [[χρῶμα]] μεταξὺ μέλανος καὶ φαιοῦ, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[λευκόφαιος]], Ἀθήν. 78Α. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μελανόφαιος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει [[χρώμα]] [[μεταξύ]] μαύρου και γκρίζου, γκριζόμαυρος («σύκων ὀνόματα... λευκόφαια μελανόφαια», <b>Αθήν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλας]], -<i>ανος</i> <span style="color: red;">+</span> [[φαιός]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[λευκό]]-<i>φαιος</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:47, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A dark grey, opp. λευκόφ-, of figs, Ath.3.78a.
German (Pape)
[Seite 120] schwarzgrau, neben λευκόφαιος als Feigenart aufgeführt Ath. III, 78 a.
Greek (Liddell-Scott)
μελᾰνόφαιος: -ον, ὁ ἔχων χρῶμα μεταξὺ μέλανος καὶ φαιοῦ, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ λευκόφαιος, Ἀθήν. 78Α.
Greek Monolingual
μελανόφαιος, -ον (Α)
αυτός που έχει χρώμα μεταξύ μαύρου και γκρίζου, γκριζόμαυρος («σύκων ὀνόματα... λευκόφαια μελανόφαια», Αθήν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + φαιός (πρβλ. λευκό-φαιος)].