μελάμπρῳρος: Difference between revisions

From LSJ

ὥστε πλείους ἢ χιλίας ἱεροδούλους ἐκέκτητο ἑταίρας → it owned more than a thousand temple-slaves, courtesans

Source
(6_16)
(24)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''μελάμπρῳρος''': -ον, ἐπὶ [[νεώς]], ἡ ἔχουσα μέλαιναν πρῷραν, Kaib. cp. 1028, 56.
|lstext='''μελάμπρῳρος''': -ον, ἐπὶ [[νεώς]], ἡ ἔχουσα μέλαιναν πρῷραν, Kaib. cp. 1028, 56.
}}
{{grml
|mltxt=[[μελάμπρῳρος]], -ον (Α)<br />(για [[πλοίο]]) αυτός που έχει μαύρη [[πρώρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλας]], -<i>ανος</i> <span style="color: red;">+</span> [[πρῶρα]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>καλλί</i>-<i>πρωρος</i>, <i>κυανό</i>-<i>πρωρος</i>)].
}}
}}

Revision as of 06:47, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελάμπρῳρος Medium diacritics: μελάμπρῳρος Low diacritics: μελάμπρωρος Capitals: ΜΕΛΑΜΠΡΩΡΟΣ
Transliteration A: melámprōiros Transliteration B: melamprōros Transliteration C: melamproros Beta Code: mela/mprw|ros

English (LSJ)

ον,

   A with black prow, ναῦς Hymn.Is.146.

Greek (Liddell-Scott)

μελάμπρῳρος: -ον, ἐπὶ νεώς, ἡ ἔχουσα μέλαιναν πρῷραν, Kaib. cp. 1028, 56.

Greek Monolingual

μελάμπρῳρος, -ον (Α)
(για πλοίο) αυτός που έχει μαύρη πρώρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + πρῶρα (πρβλ. καλλί-πρωρος, κυανό-πρωρος)].