μεγαλοπάρῃος: Difference between revisions
From LSJ
Μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down
(6_17) |
(24) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μεγᾰλοπάρῃος''': -ον, ὁ ἔχων μεγάλας παρειάς, Ἀπολλωνίου Λεξ. Ὁμ. σ. 367, πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ [[ἱπποπάρῃος]]. | |lstext='''μεγᾰλοπάρῃος''': -ον, ὁ ἔχων μεγάλας παρειάς, Ἀπολλωνίου Λεξ. Ὁμ. σ. 367, πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ [[ἱπποπάρῃος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μεγαλοπάρῃος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει μεγάλες παρειές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεγαλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>πάρῃος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>παρειαί</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>καλλι</i>-<i>πάρηος</i>, <i>χαλκο</i>-<i>πάρηος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:47, 29 September 2017
English (LSJ)
[πᾰ], ον,
A with great cheeks, Apollon.Lex. s.v. ἱππόβοτος.
German (Pape)
[Seite 107] erkl. Apoll. L. H. ἱπποπάρῃος.
Greek (Liddell-Scott)
μεγᾰλοπάρῃος: -ον, ὁ ἔχων μεγάλας παρειάς, Ἀπολλωνίου Λεξ. Ὁμ. σ. 367, πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ ἱπποπάρῃος.
Greek Monolingual
μεγαλοπάρῃος, -ον (Α)
αυτός που έχει μεγάλες παρειές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + -πάρῃος (< παρειαί), πρβλ. καλλι-πάρηος, χαλκο-πάρηος].