Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μερίτης: Difference between revisions

From LSJ

Οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → Nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us

Apollonius of Rhodes, Argonautica, 3.1129f.
(Bailly1_3)
(24)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />qui participe, participant à, gén..<br />'''Étymologie:''' [[μέρος]].
|btext=ου (ὁ) :<br />qui participe, participant à, gén..<br />'''Étymologie:''' [[μέρος]].
}}
{{grml
|mltxt=[[μερίτης]], ὁ (ΑM, Μ θηλ. μερῑτις)<br /><b>1.</b> αυτός που παίρνει [[μέρος]] σε [[κάτι]], που συμμετέχει σε [[κάτι]], [[μέτοχος]] («τῆς μὲν ὠφελείας τούτους ποιήσας μερίτας», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[μερίτης]] γίγνομαί τινι» — [[συμμετέχω]] με κάποιον σε [[κάτι]], [[γίνομαι]] [[συμμέτοχος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέρος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ίτης]]].
}}
}}

Revision as of 06:47, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μερῑτης Medium diacritics: μερίτης Low diacritics: μερίτης Capitals: ΜΕΡΙΤΗΣ
Transliteration A: merítēs Transliteration B: meritēs Transliteration C: meritis Beta Code: meri/ths

English (LSJ)

ου, ὁ, (μερίς)

   A partaker, sharer, τῆς ὠφελείας D.32.25, cf.Plb.4.29.6, Them.Or.5.71b, al.; τινί τινος with one in a thing, Plb.13.8.2: in pl., joint-owners, IG2.1058.

German (Pape)

[Seite 135] ὁ, Theilnehmer; μερίτας ὠφελείας τινὸς ποιεῖν, dem κοινωνεῖν entsprechend, an einem Vortheile Theil nehmen lassen, Dem. 32, 25; Alciphr. 3, 46; τινί τινος, Pol. 8, 31, 6.

Greek (Liddell-Scott)

μερίτης: [ῑ], -ου, ὁ, (μερὶς) μέτοχος, τινὸς Δημ. 889. 7· τινί τινος, ὁ μετέχων μετά τινος ἄλλου ἔκ τινος πράγματος, Πολύβ. 8. 31, 6.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui participe, participant à, gén..
Étymologie: μέρος.

Greek Monolingual

μερίτης, ὁ (ΑM, Μ θηλ. μερῑτις)
1. αυτός που παίρνει μέρος σε κάτι, που συμμετέχει σε κάτι, μέτοχος («τῆς μὲν ὠφελείας τούτους ποιήσας μερίτας», Δημοσθ.)
2. φρ. «μερίτης γίγνομαί τινι» — συμμετέχω με κάποιον σε κάτι, γίνομαι συμμέτοχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέρος + κατάλ. -ίτης].