μειουρία: Difference between revisions
From LSJ
ἰὼ, σκότος, ἐμὸν φάος, ἔρεβος ὦ φαεννότατον, ὡς ἐμοί, ἕλεσθ' ἕλεσθέ μ' οἰκήτορα → ah, darkness that is my light, gloom that is most bright for me, take me, take me to dwell in you
(6_9) |
(24) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μειουρία''': ἡ, [[μείωσις]] τοῦ τέλους ἢ τοῦ ἄκρου, ἐπὶ ἑξαμέτρων τελευτώντων εἰς ἴαμβον ἢ πυρρίχιον, [[ὡσαύτως]] καὶ [[μυουρία]], Εὐστ. 900. 7. | |lstext='''μειουρία''': ἡ, [[μείωσις]] τοῦ τέλους ἢ τοῦ ἄκρου, ἐπὶ ἑξαμέτρων τελευτώντων εἰς ἴαμβον ἢ πυρρίχιον, [[ὡσαύτως]] καὶ [[μυουρία]], Εὐστ. 900. 7. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μειουρία]], ἡ (Α) [[μείουρος]]<br />(σχετικά με εξάμετρο) το [[αποτέλεσμα]] του [[μειουρίζω]], αλλ. [[μυουρία]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:47, 29 September 2017
English (LSJ)
μειονεκτ-ίζω, μειόνεκτ-ος,
A v. μυουρία, -ίζω, -ος.
German (Pape)
[Seite 116] ἡ, Kurzschwänzigkeit, = μυουρία, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μειουρία: ἡ, μείωσις τοῦ τέλους ἢ τοῦ ἄκρου, ἐπὶ ἑξαμέτρων τελευτώντων εἰς ἴαμβον ἢ πυρρίχιον, ὡσαύτως καὶ μυουρία, Εὐστ. 900. 7.
Greek Monolingual
μειουρία, ἡ (Α) μείουρος
(σχετικά με εξάμετρο) το αποτέλεσμα του μειουρίζω, αλλ. μυουρία.