μετασαλεύω: Difference between revisions

From LSJ

κρῖναι δὲ λόγῳ πολύδηριν ἔλεγχον ἐξ ἐμέθεν ῥηθέντα → judge by reason the too much contested argument which has been given by me

Source
(6_1)
(25)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''μετασαλεύω''': [[διαταράσσω]], Ὠριγέν. Ι, 797Β, κλ.
|lstext='''μετασαλεύω''': [[διαταράσσω]], Ὠριγέν. Ι, 797Β, κλ.
}}
{{grml
|mltxt=(ΑΜ [[μετασαλεύω]])<br />[[μετακινώ]] ή [[μετατοπίζω]] [[κάτι]] βίαια, [[απομακρύνω]], [[διαταράσσω]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />μετακινούμαι, μετατοπίζομαι<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> μετακινούμαι διαρκώς, ταλαντεύομαι<br /><b>2.</b> [[κάνω]] κάποιον να μετακινείται διαρκώς, να περιπλανιέται<br /><b>3.</b> [[αναστατώνω]], [[κάνω]] άνω-[[κάτω]]<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> α) [[κλονίζω]]<br />β) [[θέτω]] σε κίνδυνο<br />γ) αναστατώνομαι, ταράζομαι.
}}
}}

Latest revision as of 06:47, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 153] fortbewegen, fortschaffen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μετασαλεύω: διαταράσσω, Ὠριγέν. Ι, 797Β, κλ.

Greek Monolingual

(ΑΜ μετασαλεύω)
μετακινώ ή μετατοπίζω κάτι βίαια, απομακρύνω, διαταράσσω
νεοελλ.-μσν.
μετακινούμαι, μετατοπίζομαι
μσν.
1. μετακινούμαι διαρκώς, ταλαντεύομαι
2. κάνω κάποιον να μετακινείται διαρκώς, να περιπλανιέται
3. αναστατώνω, κάνω άνω-κάτω
4. μτφ. α) κλονίζω
β) θέτω σε κίνδυνο
γ) αναστατώνομαι, ταράζομαι.