μηνιγγοφύλαξ: Difference between revisions

From LSJ

Λῦπαι γὰρ ἀνθρώποισι τίκτουσιν νόσους → Tristitia morbos parturit mortalibus → Krankheit gebären Menschen Kümmernis und Leid

Menander, Monostichoi, 316
(6_14)
(25)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μηνιγγοφύλαξ''': ὁ, [[ἐργαλεῖον]] χρησιμεῦον πρὸς ἐξασφάλισιν τῆς μήνιγγος ἀπὸ βλάβης κατά τινα ἐπὶ τοῦ κρανίου ἐγχείρησιν, Ὀρειβάσ. σ. 6 Mai.· membranae custos, παρὰ Κέλσῳ.
|lstext='''μηνιγγοφύλαξ''': ὁ, [[ἐργαλεῖον]] χρησιμεῦον πρὸς ἐξασφάλισιν τῆς μήνιγγος ἀπὸ βλάβης κατά τινα ἐπὶ τοῦ κρανίου ἐγχείρησιν, Ὀρειβάσ. σ. 6 Mai.· membranae custos, παρὰ Κέλσῳ.
}}
{{grml
|mltxt=[[μηνιγγοφύλαξ]], -ακος, ὁ (Α)<br /><b>1.</b> μεταλλικό προστατευτικό [[κάλυμμα]] το οποίο χρησιμοποιούνταν για την [[προστασία]] της [[μήνιγγας]] από πιθανή [[βλάβη]] [[κατά]] τη [[διάρκεια]] εγχειρήσεων που γίνονταν στο [[κρανίο]]<br /><b>2.</b> [[είδος]] επιδέσμου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μῆνιγξ]], -<i>ιγγος</i> <span style="color: red;">+</span> [[φύλαξ]].
}}
}}

Revision as of 06:47, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μηνιγγοφύλαξ Medium diacritics: μηνιγγοφύλαξ Low diacritics: μηνιγγοφύλαξ Capitals: ΜΗΝΙΓΓΟΦΥΛΑΞ
Transliteration A: mēningophýlax Transliteration B: mēningophylax Transliteration C: miniggofylaks Beta Code: mhniggofu/lac

English (LSJ)

[ῠ], ᾰκος, ὁ, a metallic

   A protector to prevent injury to the μῆνιγξ in operations on the skull, Cels.8.3, Heliod. ap. Orib.44.11.2, Gal.2.686, Alex.Trall.1.14; also used of a dressing, Heliod. ap. Orib.46.19.4.

German (Pape)

[Seite 174] ακος, ὁ, Wächter der Hirnhaut, ein chirurgisches Instrument, welches beim Ausschneiden verletzter Knochen der Hirnschale gebraucht wird, um das Gehirn nicht zu beschädigen, Galen.

Greek (Liddell-Scott)

μηνιγγοφύλαξ: ὁ, ἐργαλεῖον χρησιμεῦον πρὸς ἐξασφάλισιν τῆς μήνιγγος ἀπὸ βλάβης κατά τινα ἐπὶ τοῦ κρανίου ἐγχείρησιν, Ὀρειβάσ. σ. 6 Mai.· membranae custos, παρὰ Κέλσῳ.

Greek Monolingual

μηνιγγοφύλαξ, -ακος, ὁ (Α)
1. μεταλλικό προστατευτικό κάλυμμα το οποίο χρησιμοποιούνταν για την προστασία της μήνιγγας από πιθανή βλάβη κατά τη διάρκεια εγχειρήσεων που γίνονταν στο κρανίο
2. είδος επιδέσμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῆνιγξ, -ιγγος + φύλαξ.