μεταναπείθω: Difference between revisions
From LSJ
(6_2) |
(25) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μεταναπείθω''': [[πείθω]] τινὰ νὰ ἀλλάξῃ γνώμην, Ἡσύχ. ἐν λέξ. μετανεγνώσθη. | |lstext='''μεταναπείθω''': [[πείθω]] τινὰ νὰ ἀλλάξῃ γνώμην, Ἡσύχ. ἐν λέξ. μετανεγνώσθη. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μεταναπείθω]] (Α) [[αναπείθώ]]<br />[[πείθω]] κάποιον να αλλάξει [[γνώμη]], [[μεταπείθω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:47, 29 September 2017
English (LSJ)
A change by persuasion, in Pass., Hsch. s.v. [[metanegnw/<s>qh]].
German (Pape)
[Seite 150] = μεταπείθω, Hesych. hat μετανεπείσθη als Erkl. von μετεγνώσθη.
Greek (Liddell-Scott)
μεταναπείθω: πείθω τινὰ νὰ ἀλλάξῃ γνώμην, Ἡσύχ. ἐν λέξ. μετανεγνώσθη.
Greek Monolingual
μεταναπείθω (Α) αναπείθώ
πείθω κάποιον να αλλάξει γνώμη, μεταπείθω.