ακινητοποίηση: Difference between revisions

From LSJ

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source
(2)
(No difference)

Revision as of 06:48, 29 September 2017

Greek Monolingual

η ακινητοποιώ
το να καθιστά κανείς κάποιον ή κάτι ακίνητο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ακινητοποιώ
η λ. ως όρος ιατρικός, οικονομικός ή στρατιωτικός πιθανώς να είναι απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. immobilization].