ἀκοντιστικός: Difference between revisions

From LSJ

Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.

Source
(big3_2)
(2)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">1</b> [[diestro con el dardo o jabalina]] X.<i>Cyr</i>.7.5.63, 6.2.4.<br /><b class="num">2</b> subst. τὰ ἀ., ἡ ἀ. [[el arte de lanzar la jabalina]] Pl.<i>Thg</i>.126b, Ael.<i>Tact</i>.p.232.<br /><b class="num">3</b> adv. -ῶς [[en el tiro de jabalina como deporte]], Poll.3.151.
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">1</b> [[diestro con el dardo o jabalina]] X.<i>Cyr</i>.7.5.63, 6.2.4.<br /><b class="num">2</b> subst. τὰ ἀ., ἡ ἀ. [[el arte de lanzar la jabalina]] Pl.<i>Thg</i>.126b, Ael.<i>Tact</i>.p.232.<br /><b class="num">3</b> adv. -ῶς [[en el tiro de jabalina como deporte]], Poll.3.151.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἀκοντιστικός]], -ή, -ὸν) [[ἀκοντίζω]]<br />[[επιτήδειος]] στο να ρίχνει [[ακόντιο]]<br /><b>αρχ.</b><br />(το θηλυκό ενικού και το ουδέτερο πληθυντικού ως ουσ.) <i>ἡ ἀκοντιστικὴ</i> ή <i>τὰ ὰκοντιστικά</i><br />η [[τέχνη]] του ακοντισμού.
}}
}}

Revision as of 06:48, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκοντιστικός Medium diacritics: ἀκοντιστικός Low diacritics: ακοντιστικός Capitals: ΑΚΟΝΤΙΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: akontistikós Transliteration B: akontistikos Transliteration C: akontistikos Beta Code: a)kontistiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A skilled in throwing the dart, X.Cyr.7.5.63: Sup., ib.6.2.4; -κά, τά, art of throwing the dart, Pl.Thg.126b; -κή, ἡ, Ael.Tact. Praef., Arr.Tact.Praef. Adv. -κῶς Poll.3.151.

German (Pape)

[Seite 77] geschickt im Speerwerfen, Xen. Cyr. 7, 5, 63; superl. 6, 2, 4, wie Plat. Theag. 126 b.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκοντιστικός: -ή, -όν, ἐπιτήδειος εἰς τὸ ῥίπτειν ἀκόντιον, Ξεν. Κύρ. 7, 5, 63. - Ὑπερθ. αὐτόθι 6. 2, 4· τὰ ἀκοντιστικά, ἡ τέχνη τοῦ ἀκοντίζειν, Πλάτ. Θεάγ. 126Β.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
habile à lancer le javelot.
Étymologie: ἀκοντίζω.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 diestro con el dardo o jabalina X.Cyr.7.5.63, 6.2.4.
2 subst. τὰ ἀ., ἡ ἀ. el arte de lanzar la jabalina Pl.Thg.126b, Ael.Tact.p.232.
3 adv. -ῶς en el tiro de jabalina como deporte, Poll.3.151.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἀκοντιστικός, -ή, -ὸν) ἀκοντίζω
επιτήδειος στο να ρίχνει ακόντιο
αρχ.
(το θηλυκό ενικού και το ουδέτερο πληθυντικού ως ουσ.) ἡ ἀκοντιστικὴ ή τὰ ὰκοντιστικά
η τέχνη του ακοντισμού.